τρυμαλῖτις
English (LSJ)
ιδος, ἡ, epith. of Aphrodite, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
τρῡμαλῖτις: ῐδος, ἐπίθ. τῆς Ἀφροδίτης, Ἡσύχ., πρβλ. Σωτάδ. ἔνθ’ ἀνωτέρω ἐν λ. τρυμαλιά.
ιδος, ἡ, epith. of Aphrodite, Hsch.
τρῡμαλῖτις: ῐδος, ἐπίθ. τῆς Ἀφροδίτης, Ἡσύχ., πρβλ. Σωτάδ. ἔνθ’ ἀνωτέρω ἐν λ. τρυμαλιά.