δίκροσσος
English (LSJ)
ον,
A double-bordered or fringed, Poll.7.72, EM430.30.
Greek (Liddell-Scott)
δίκροσσος: -ον, ὁ ἔχων διπλοῦς κροσσούς, Πολυδ. Ζ΄, 72.
ον,
A double-bordered or fringed, Poll.7.72, EM430.30.
δίκροσσος: -ον, ὁ ἔχων διπλοῦς κροσσούς, Πολυδ. Ζ΄, 72.