δρακοντόπους
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. ποδος,
A snake-footed, with serpents for feet, Tz. ad Lyc.63, EM371.46.
German (Pape)
[Seite 664] πουν, οδος , drachen-, schlangenfüßig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δρᾰκοντόπους: ὁ, ἡ, ἔχων πόδας ὁμοίους πρὸς δράκοντας ἢ ὄφεις, Γίγαντες Τζέτζ. Λυκ. 63· Ἐριχθόνιος Μ. Ε.