ἀγεωργήτως
Greek (Liddell-Scott)
ἀγεωργήτως: ἐπίρρ. χωρὶς νὰ γεωργήσῃ τις, Φωτίου Λογ. εἰς τὸν Εὐαγγελισμόν. Χειρόγρ. μονῆς Ἰβήρων ἐν Ἄθῳ, ἐξ ἀντ. γραφ. Π. Ν. Ῥόκκου.
ἀγεωργήτως: ἐπίρρ. χωρὶς νὰ γεωργήσῃ τις, Φωτίου Λογ. εἰς τὸν Εὐαγγελισμόν. Χειρόγρ. μονῆς Ἰβήρων ἐν Ἄθῳ, ἐξ ἀντ. γραφ. Π. Ν. Ῥόκκου.