βιαστός
English (LSJ)
ή, όν,
A violent, πράγματα Chor. in Lib.4.793 Reiske.
Greek (Liddell-Scott)
βιαστός: -ή, -όν, ὁ διὰ τῆς βίας γινόμενος, Λιβάν. 4. 793.
ή, όν,
A violent, πράγματα Chor. in Lib.4.793 Reiske.
βιαστός: -ή, -όν, ὁ διὰ τῆς βίας γινόμενος, Λιβάν. 4. 793.