τό, Dim. of σχόλιον, Tz.ad Lyc.1414 (-ίδρια codd. plerique).
σχολύδριον: τό, ὑποκορ. τοῦ σχόλιον, περὶ τοῦ Ξέρξου σχολύδρια Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 1414. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 147.