πενταπλήσιος
English (LSJ)
A v. πενταπλάσιος.
German (Pape)
[Seite 557] ion. statt. πενταπλάσιος.
Greek (Liddell-Scott)
πενταπλήσιος: -η, -ον, Ἰων. ἀντὶ πενταπλάσιος.
A v. πενταπλάσιος.
[Seite 557] ion. statt. πενταπλάσιος.
πενταπλήσιος: -η, -ον, Ἰων. ἀντὶ πενταπλάσιος.