ἀμευσίπορος
English (LSJ)
ον,
A path-shifting, τρίοδος Pi.P.11.38.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμευσίπορος: -ον, ὁ ἔχων ἐναλλάσσοντας πόρους, ἔνθα αἱ ὁδοὶ διασταυροῦνται, τρίοδοι, Πινδ. Π. 11. 58.
ον,
A path-shifting, τρίοδος Pi.P.11.38.
ἀμευσίπορος: -ον, ὁ ἔχων ἐναλλάσσοντας πόρους, ἔνθα αἱ ὁδοὶ διασταυροῦνται, τρίοδοι, Πινδ. Π. 11. 58.