ὑποχωρητικός
English (LSJ)
ή, όν,
A relaxing, evacuating, Hp. Loc.Hom.13, al.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποχωρητικός: -ή, -όν, ὁ ὑποχωρῶν, ὑπείκων, τὸ μὴ ἰταμὸν ἡμῶν… ἀλλ’ ὑποχωρητικόν τε καὶ μέτριον Γρηγ. Νύσ. τ. 1, σ. 466Α.
ή, όν,
A relaxing, evacuating, Hp. Loc.Hom.13, al.
ὑποχωρητικός: -ή, -όν, ὁ ὑποχωρῶν, ὑπείκων, τὸ μὴ ἰταμὸν ἡμῶν… ἀλλ’ ὑποχωρητικόν τε καὶ μέτριον Γρηγ. Νύσ. τ. 1, σ. 466Α.