ἀθήλυντος
English (LSJ)
ον,
A not womanish, Ptol.Tetr.69; Pythag., of odd numbers, Theol.Ar.53.20.
Greek (Liddell-Scott)
ἀθήλυντος: -ον, ὁ οὐχὶ γυναικώδης, Κλήμ. Ἀλεξ. 790, Πτολεμ.
ον,
A not womanish, Ptol.Tetr.69; Pythag., of odd numbers, Theol.Ar.53.20.
ἀθήλυντος: -ον, ὁ οὐχὶ γυναικώδης, Κλήμ. Ἀλεξ. 790, Πτολεμ.