[τᾰ], εως, ἡ,
A bewilderment, confusion, Pl.R.518a (pl.).
[Seite 989] ἡ, die Trübung, Verwirrung, Plat. Rep. VII, 518 a.
ἐπιτάραξις: -εως, ἡ, διατάραξις, σύγχυσις, Πλάτ. Πολ. 518Α.