ἄβακτον
English (LSJ)
τὸν μὴ μακαριστόν (Dor.), Phot., AB323; cf. σαβάκτης.
Greek (Liddell-Scott)
ἄβακτον: καὶ ἄβυκτον παρ’ Ἡσύχ., τὸ μὴ μακαριστόν.
τὸν μὴ μακαριστόν (Dor.), Phot., AB323; cf. σαβάκτης.
ἄβακτον: καὶ ἄβυκτον παρ’ Ἡσύχ., τὸ μὴ μακαριστόν.