ἀρχαιρεσιακός

Revision as of 09:47, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

English (LSJ)

ή, όν,

   A for ἀρχαιρεσίαι, ἐκκλησία IGRom.3.474 (Lycia), al.

German (Pape)

[Seite 364] zur Wahlversammlung gehörig, comitialis.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχαιρεσιακός: -ή, -όν, ὁ τῶν ἀρχαιρεσιῶν, ὁ ἀνήκων εἰς τὰς ἀρχαιρεσίας, Γλωσσ.: -ιάρχης, ὁ, ὁ ἀρχηγὸς πολιτικῆς τινος μερίδος, Ἡρωδιαν. Ἐπιμ. 167.