ἀρχαιρεσιακός
English (LSJ)
ή, όν,
A for ἀρχαιρεσίαι, ἐκκλησία IGRom.3.474 (Lycia), al.
German (Pape)
[Seite 364] zur Wahlversammlung gehörig, comitialis.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχαιρεσιακός: -ή, -όν, ὁ τῶν ἀρχαιρεσιῶν, ὁ ἀνήκων εἰς τὰς ἀρχαιρεσίας, Γλωσσ.: -ιάρχης, ὁ, ὁ ἀρχηγὸς πολιτικῆς τινος μερίδος, Ἡρωδιαν. Ἐπιμ. 167.