ὀλέεσκε,
A v. ὄλλυμι.
[Seite 319] ion. = ὀλεῖσθαι, fut. zu ὄλλυμι.
ὀλέεσθαι: ὀλέεσκε, ἴδε ἐν λ. ὄλλυμι.