ες,
A as long again, doubly long, χρόνος A.Ag.196 (lyr.).
[Seite 448] χρόνος, doppelt, noch einmal so lang, Aesch. Ag. 189.
πᾰλιμμήκης: -ες, ἄλλο τόσον μακρός, διπλάσιος τὸ μῆκος, χρόνος Αἰσχύλ. Ἀγ. 196.