συνεκπνέω

Revision as of 09:48, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13a)

English (LSJ)

   A breathe one's last along with, τινι E.IT684, cf. PHerc. 1041.3; σ. τῷ χαίρειν Luc.Laps.3.

German (Pape)

[Seite 1013] (s. πνέω), mit oder zugleich aushauchen, sterben, τινί, Eur. I. T. 684; Luc. amor. 47.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκπνέω: μέλλ. -πνεύσομαι, ἐκπνέω ὁμοῦ μετά τινος, χρὴ συνεκπνεῦσαί μέ σοι Εὐρ. Ι. Τ. 684· τῷ χαίρειν συνεκπνεῦσαι Λουκ. περὶ Πένθ. 3.