πέλειος
German (Pape)
[Seite 550] schwarz, schwärzlich, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
πέλειος: «πελείους: Κῶοι καὶ Ἠπειρῶται τοὺς γέροντας» Ἡσύχ.
[Seite 550] schwarz, schwärzlich, Hesych.
πέλειος: «πελείους: Κῶοι καὶ Ἠπειρῶται τοὺς γέροντας» Ἡσύχ.