συμβολαιογράφος
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ,
A notary, MAMA3.460 (Corycus), PThead. 10.22 (iv A.D.), Hsch., Cod.Just.4.21.16.1.
German (Pape)
[Seite 978] Vergleiche, Verträge, Contracte schreibend, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
συμβολαιογράφος: [ᾰ], ὁ, ὁ γράφων συμβόλαια, Συλλογ. Ἐπιγρ. 8855· «συμβολαιογράφος· ὁ τὰ συμβόλαια γράφων» Ἡσύχ.