ἀνεπιμέλητος
English (LSJ)
ον,
A uncared for, Sch.A.R.1.1175, Gp.12.29.1.
German (Pape)
[Seite 224] unbesorgt, unbeachtet, Schol. Ap. Rh. 1, 1175.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπιμέλητος: -ον, περὶ οὗ οὐδεὶς φροντίζει, ἀπεριποίητος, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1175, Γεωπ. 12. 29, 1.