ἀπεγνωσμένως
English (LSJ)
Adv. pf. part. Pass. of ἀπογιγνώσκω,
A desperately, Plu.Nic.21.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπεγνωσμένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. μετ’ ἀπογνώσεως, μετ’ ἀπελπισίας Βυζ.
Adv. pf. part. Pass. of ἀπογιγνώσκω,
A desperately, Plu.Nic.21.
ἀπεγνωσμένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. μετ’ ἀπογνώσεως, μετ’ ἀπελπισίας Βυζ.