ἀθέρμαντος
English (LSJ)
ον,
A not heated; ἑστία A.Ch.629, either a cold hearth, or (as Sch.) a household not heated by strife or passion.
Greek (Liddell-Scott)
ἀθέρμαντος: -ον, ὁ μὴ θερμανθείς, παρ’ Αἰσχύλ. Χο. 629· ἀθ. ἐστία, πιθ. ἑστία, δηλ. οἰκογένεια μὴ θερμαινομένη δι’ ἐρίδων καὶ παθῶν.