ές,
A touching upon, in communication with, π. [τῇ κοιλίῃ] ὁ στόμαχος Hp.Morb.4.56.
[Seite 753] ές, daranrührend, daranstoßend, angränzend, Hippocr.
προσᾰφής: -ές, ὁ προσαπτόμενος, ἐγγύς, πλησίον, ὅτι προσαφὴς αὐτῷ ἐστιν ὁ στόμαχος Ἱππ. 514. 38.