κατάκλαδος

Revision as of 09:49, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_16)

English (LSJ)

ον,

   A gloss on κατάπρεμνος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1353] mit Zweigen versehen, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κατάκλᾰδος: -ον, πλήρης κλάδων, ὁ Ἡσύχ. συνάπτει μετὰ τοῦ κατάπρεμνος.