πτολίαρχος

Revision as of 09:49, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

English (LSJ)

Ep. for πολίαρχος, Call.Jov.73; also Πτολεμ-άρχης, ου, ὁ, Epigr.Gr.1036 (Nicomedia).

German (Pape)

[Seite 811] ep. statt πολίαρχος.

Greek (Liddell-Scott)

πτολίαρχος: Ἐπικ. ἀντὶ πολίαρχος, Καλλ. εἰς Δία 73· -άρχης, Συλλ. Ἐπιγρ. 3769.