καρικοεργής
German (Pape)
[Seite 1327] ές, von karischer Arbeit, Strab. XIV, 661 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κᾱρικοεργής: -ές, Καρικῆς ἐργασίας, καρικοεργέος ὀχάνου Ἀνακρεόντ. παρὰ Στράβ. 661, καριευργέος κατὰ διόρθ. Bgk.
[Seite 1327] ές, von karischer Arbeit, Strab. XIV, 661 u. a. Sp.
κᾱρικοεργής: -ές, Καρικῆς ἐργασίας, καρικοεργέος ὀχάνου Ἀνακρεόντ. παρὰ Στράβ. 661, καριευργέος κατὰ διόρθ. Bgk.