τόρμα

Revision as of 09:50, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

English (LSJ)

ης, ἡ,

   A wheel-rut, Lyc.262 (= τὸ χάραγμα τὸ ἀπὸ τοῦ τροχοῦ Sch.):—τόρμη· εὐθὺς δρόμος κατὰ τέχνην, καὶ στροφή, καὶ σύμπας (δρόμος), Hsch.    II socket, joint, βουβῶνος ἐν τόρμαισι Lyc. 487.

German (Pape)

[Seite 1130] ἡ, = Folgdm, bei Lyc. 262.

Greek (Liddell-Scott)

τόρμᾰ: παρ’ Ἡσυχ. τόρμη, ἡ, τέρμα, ἡ καμπὴ καὶ ἡ ὕσπληγξ ἐν τῷ ἱπποδρόμῳ, τόρμαν «λέγει αὐτὸ τὸ χάραγμα τὸ ἀπὸ τοῦ τροχοῦ» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 262, 487.