καμηλοπόδιον
English (LSJ)
τό,
A = πράσιον, Ps.-Dsc.3.105.
German (Pape)
[Seite 1316] τό, Kameelfuß, eine Pflanze, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
καμηλοπόδιον: τὸ, = πράσιον, εἶδος φυτοῦ, Διοσκ. 3. 119 (ἐκ τῶν νόθων).
τό,
A = πράσιον, Ps.-Dsc.3.105.
[Seite 1316] τό, Kameelfuß, eine Pflanze, Diosc.
καμηλοπόδιον: τὸ, = πράσιον, εἶδος φυτοῦ, Διοσκ. 3. 119 (ἐκ τῶν νόθων).