ἀπομίμημα
English (LSJ)
ατος, τό,
A imitation, copy, Hp.Vict.1.22, BatoSinop.4, D.S.16.26.
German (Pape)
[Seite 315] τό, das Nachgeahmte, Abbild, Ath. XIV, 640 a; D. Sic. 2, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπομίμημα: -ατος, τό, πᾶν τὸ κατὰ μίμησιν ἄλλου γινόμενον, Βάτων παρ’ Ἀθην. 639 F, Διόδ. 16. 26.