ἀρκάνη
Greek (Liddell-Scott)
ἀρκάνη: ἡ, «τὸ ῥάμμα, ᾧ τὸν στήμονα ἐγκαταπλέκουσιν αἱ διαζόμεναι» Ἡσύχ.· ἴδε Schneid Ind. Script. R. R. σ. 375 (πρβλ. ἄρκυς).
ἀρκάνη: ἡ, «τὸ ῥάμμα, ᾧ τὸν στήμονα ἐγκαταπλέκουσιν αἱ διαζόμεναι» Ἡσύχ.· ἴδε Schneid Ind. Script. R. R. σ. 375 (πρβλ. ἄρκυς).