ον, (γυῖον)
A of two members, Mart. Cap.9.989,990. II as expl. of διάγυιος, Aristid.Quint.1.16.
δίγυιος: -ον, (γυῖον) ὁ δύο ἔχων μέλη, παρὰ τοῖς μουσικοῖς συγγραφεῦσι.