παραγηράω

Revision as of 09:51, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13b)

English (LSJ)

   A to be the worse for old age, be superannuated, ὁ δῆμος ὥσπερ παραγεγηρακώς Aeschin.3.251, cf. D.S.9.4, J.BJ1.30.3, Poll.2.16.

German (Pape)

[Seite 474] (s. γηράω), veralten, altersschwach werden, ὥςπερ παραγεγηρακὼς ἢ παρανοίας ἑαλωκώς, Aesch. 3, 251; vgl. Poll. 2, 16.

Greek (Liddell-Scott)

παραγηράω: μέλλ. -άσομαι, παραπολὺ γηράσκω, καταντῶ κρονόληρος, παραληρῶ ὑπὸ γήρως, Αἰσχίν. 89. 28, Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 16, Πολυδ. Β΄, 16.