ἀπαραχάρακτος

Revision as of 09:51, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

English (LSJ)

[χᾰ], ον,

   A not counterfeit, Damocr. ap. Gal.14.135, Hsch. s.v. ἀπαράσημον.

German (Pape)

[Seite 280] nicht falsch geprägt, Sp., Hesych. Erkl. von ἀπαράσημος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαραχάρακτος: -ον, ὁ μὴ παραχαραχθείς, ὁ μὴ κίβδηλος, Δημόκρ. παρὰ Γαλ. 14. 135· πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λεξ. ἀπαράσημον. ― Ἐπίρρ. -τως Ὠριγέν.