ον,
A intensely bitter, ἀψίνθιον Ps.-Dsc.3.23.
[Seite 424] sehr bitter, Diosc.
βαθύπικρος: -ον, καθ’ ὑπερβολὴν πικρός, ἀψίνθιον Διοσκ. 3. 26 (διάφ. γραφ. βαρύ-).