ἡ,
A false hair, wig, Luc.DMeretr.5.3, 11.4, 12.5: distd. from ἔντριχον and προκόμιον, Phot., cf. Poll.2.30, 10.170.
[Seite 611] ἡ, s. πηνίκη.
πηνήκη: πηνηκίζω, ἴδε ἐν λ. πηνίκη.