σκαλώματα

Revision as of 09:52, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek (Liddell-Scott)

σκαλώματα: τά, παρὰ Πολυβ. 5. 59, 9, φαίνεται ὅτι σημαίνουσι τὰς γωνίας καὶ σκολιότητας ποταμοῦ· - σκάλωμα καὶ σκάλωσις, εὕρηνται σημαίνοντα κλίμακα ἐκ σχοινίου, Coteler. Mon. Eccl. 3, σ. 336Β.