τρίκοκκος

Revision as of 09:52, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

English (LSJ)

ον,

   A with three grains or berries, Sch.ll. 14.183:—τρίκοκκος, ὁ, = μέσπιλον, Dsc.1.118; = ἡλιοτρόπιον τὸ μέγα, Plin.HN22.60; ἡλιοτρόπιον τ. Aët.12.63.

German (Pape)

[Seite 1143] mit drei Körnern, Beeren, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

τρίκοκκος: -ον, ὁ ἔχων τρεῖς κόκκους, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Σ. 298· - τρίκοκκον, τό, εἶδος μεσπίλου Διοσκ. 1. 169, Πλίν. 22. 29.