ὁ,
A = ἕδρα, Hsch. (cf. χέζω).
[Seite 1361] (von χέζω, κέχοδα), ὁ, der Steiß, Hesych.
χόδᾰνος: ὁ, ἡ ἕδρα, ὁ πρωκτός, Ἡσύχ.