ἀπόκρουσις
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἀποκρούομαι Pass.)
A retiring, waning, τῆς σελήνης Colum.2.10.10, Alex. Trall.8.2, PMag.Leid.V.11.28, Horap.1.4, etc.
German (Pape)
[Seite 309] ἡ, das Ab-, Zurückstoßen, Sp.; σελήνης, Abnehmen des Mondes, Clem. Al. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόκρουσις: -εως, ἡ, (ἀποκρούομαι, παθ.) ὑποχώρησις, ἐλάττωσις, τῆς σελήνης Κλήμ. Ἀλ. 814, κτλ.· οὕτω καὶ ὁ Προκλ. ὁμιλεῖ περὶ σελήνης ἀποκρουστικῆς, ὅταν εὑρίσκηται ἐν τῇ μειώσει αὑτῆς. ΙΙ. ἡ κυρία σημασία τῆς λέξεως, ἀπώθησις, εὕρηται μόνον παρὰ Βυζ.