ἀπεξεσμένως
Greek (Liddell-Scott)
ἀπεξεσμένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., κατὰ τρόπον λεῖον καὶ κομψόν, γλαφυρῶς, Κύριλλ. Ἀλεξ. τ. 1, σ. 310Α.
ἀπεξεσμένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., κατὰ τρόπον λεῖον καὶ κομψόν, γλαφυρῶς, Κύριλλ. Ἀλεξ. τ. 1, σ. 310Α.