κατεξετάζω
English (LSJ)
A decide, try, δίκην Cod.Just.1.4.29 Intr.; examine carefully, Agath.5.9 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 1395] verstärktes ἐξετάζω, erst Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατεξετάζω: ἀκριβῶς ἐξετάζω, ἀναγνωρίζω, δοκιμάζω, ἄνδρα πολλοῖς κατεξητασμένον πολέμοις,- νόσῳ κατεξετασθεὶς καὶ κατασκελετευθεὶς Γεώργ. Ἀκροπολ.