κρατυντήριος

Revision as of 09:52, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

English (LSJ)

α, ον,

   A strengthening, making firm, Hp.Mul.1.78; κρατυντήρια, τά, title of work of Democritus in support of his doctrines, S.E.M.7.136, D.L.9.47, Suid.; κρατυντήρια· κατισχύοντα, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰτυντήριος: -α, -ον, ἐνισχύων, κρατύνων, Ἱππ. 628. 17· κρατυντήρια, τά, ἔργον τοῦ Δημοκρίτου, δι’ οὗ ὑπεστήριζε τὰ δόγματα αὐτοῦ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 136, Διογ. Λ. 9. 47, Σουΐδ.