ες,
A mournful, ἁρμονίαι Pl.Lg.800d (Sup.); φωνή Arist. HA615b5.
[Seite 503] ες, klagend, kläglich, γοωδέσταται ἁρμονίαι Plat. Legg. VII, 800 d; Arist. H. A. 9, 12 u. Sp.
γοώδης: -ες, (εἶδος) θρηνώδης,Πλάτ. Νόμ. 800D,Ἀριστ.Ἱ.Ζ.9.12,4.