στενόπρωκτος
English (LSJ)
ον,
A narrow-rumped, Phot.
German (Pape)
[Seite 935] mit schmalem Hinterm, Phot.
Greek (Liddell-Scott)
στενόπρωκτος: -ον, ὁ ἔχων στενὸν πρωκτόν, Φώτ.
ον,
A narrow-rumped, Phot.
[Seite 935] mit schmalem Hinterm, Phot.
στενόπρωκτος: -ον, ὁ ἔχων στενὸν πρωκτόν, Φώτ.