χασμός
German (Pape)
[Seite 1340] ὁ, = χάσμη, Hippocr., l. d. statt σχασμός.
Greek (Liddell-Scott)
χασμός: ὁ, χάσμημα, χασμοῖς ἀκαίροις τοῦ στόματος Ἰω. ὁ τῆς Κλίμακ. σ. 199.
[Seite 1340] ὁ, = χάσμη, Hippocr., l. d. statt σχασμός.
χασμός: ὁ, χάσμημα, χασμοῖς ἀκαίροις τοῦ στόματος Ἰω. ὁ τῆς Κλίμακ. σ. 199.