συντριπτικός
Greek (Liddell-Scott)
συντριπτικός: -ή, -όν, κατασυντρίβων, καταστρεπτικός, ὀλέθριος, ἵνα συντριπτικὸς ἀποκαταστὰς Εὐστ. Πονημ. 222. 21.
συντριπτικός: -ή, -όν, κατασυντρίβων, καταστρεπτικός, ὀλέθριος, ἵνα συντριπτικὸς ἀποκαταστὰς Εὐστ. Πονημ. 222. 21.