ωνος, ὁ, ἡ,
A abounding in doves, Il.2.502,582.
[Seite 675] ονος, taubenreich, Θίσβη, Μέσση, Il. 2, 502. 582.
πολυτρήρων: -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλὰς περιστεράς, Ἰλ. Β. 502, 582· πρβλ. τρήρων.