α, ον, Lacon. for θεῖος, Arist.EN1145a29, cf. Pl.Men.99d.
[Seite 868] lakon. = θεῖος.
σεῖος: -α, -ον, Λακων. ἀντὶ τοῦ θεῖος, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 1, 3, πρβλ. Πλάτ. Μένωνα 99D.