φιλοπρόβατος

Revision as of 09:53, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

English (LSJ)

ον,

   A loving sheep, IG2.2453.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοπρόβᾰτος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰ πρόβατα, χωρεῖν ἐπὶ τὴν μάνδραν τοῦ σωτῆρος ἔρωτι τῆς σύριγγος τοῦ φιλοπροβάτου ποιμένος Παλλάδ. ἐν Βίῳ Ἰω. Χρυσ. σ. 48Β, κλπ.