ἱπποκάμπιον
English (LSJ)
τό, Dim. of ἱππόκαμπος, Epich.115. II a kind of ear-ring, Poll.5.97.
Greek (Liddell-Scott)
ἱπποκάμπιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἱππόκαμπος, Ἐπίχ. 16 Ahr. ΙΙ. εἶδος ἐνωτίων, Κωμ. παρὰ Πολυδ. Ε΄, 97.
τό, Dim. of ἱππόκαμπος, Epich.115. II a kind of ear-ring, Poll.5.97.
ἱπποκάμπιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἱππόκαμπος, Ἐπίχ. 16 Ahr. ΙΙ. εἶδος ἐνωτίων, Κωμ. παρὰ Πολυδ. Ε΄, 97.