δυσέκφορος
English (LSJ)
ον,
A hard to pronounce or utter, Phld.Po.994 Fr.22, 1676.8, D.H.Comp.12, 16 (Sup.); λαλιά Cat.Cod.Astr.2.167. Adv. -ρως, δ. καὶ τραχέως λαλεῖν Str.14.2.28.
German (Pape)
[Seite 678] schwer herauszubringen, Sp.; bes. = schwer auszusprechen, Dion. Hal.; Schol. Eur. Phoen. 271. – Adv., δυσεκφόρως καὶ τραχέως λαλεῖν Strab. XIV p. 662.
Greek (Liddell-Scott)
δυσέκφορος: -ον, ὁ δυσκόλως προφερόμενος, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. σ. 66. ― Ἐπίρρ. -ρως, Στράβων 662.